- χοῖνιξ,-ικος
- + ἡ N 3 0-0-3-0-0=3 Ez 45,10.11(bis)choenix, a quart (a dry measure; for Hebr. בת bath); see χοεύς and χοῦςCf. SHIPP 1979, 573
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek
εξαχοίνικος — ἑξαχοίνικος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος έξι χοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χοίνιξ, ικος] … Dictionary of Greek
παρακρουσιχοίνικος — ον, Α (ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι χοίνικος)] … Dictionary of Greek
πενταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε χοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. τρι χοίνικος] … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα ίση με σαράντα χοίνικες («ἀρτάβη τεσσαρακονταχοίνικος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + χοῖνιξ, ικος (πρβλ. πεντα χοίνικος)] … Dictionary of Greek
τριακονταχοίνικος — ον, Α αυτός που περιέχει τριάντα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + χοίνικος (< χοῖνιξ, ικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τριχοίνικος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει ή ισοδυναμεί με τρεις χοίνικες («λαβὼν... εἰς τὴν χεῑρα... τριχοίνικον ἄρτον», Ξεν.) 2. (στον Αριστοφ.) (για έπη) σχοινοτενής, μακρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριχοίνικον α) μέτρο χωρητικότητας ισοδύναμο με τρεις χοίνικες … Dictionary of Greek
ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek